- αποδιαλέγω
- αποδιαλέγω και αποδιαλέω -διάλεξα, -διαλε(γ)μένος, παίρνω το καλύτερο μέρος από ένα σύνολο κι αφήνω το χειρότερο, ξεδιαλέγω: Αποδιάλεξαν τα καλύτερα καπνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.